εξομολογούμαι — εξομολογούμαι, εξομολογήθηκα, εξομολογημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. εξομολογιέμαι Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… … Dictionary of Greek
εξομολογάω — / εξομολογώ (παρατατ. ούσα), εξομολόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο. Το ρ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξομολογώ — εξομολογώ, εξομολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. εξομολογάω Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής